ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Ο Νίκος Καζαντζάκης, ο κορυφαίος Έλληνας συγγραφέας, ήταν ένας από αυτούς που πολεμήθηκε σκληρά τόσο από το πολιτικό όσο και από το εκκλησιαστικό κατεστημένο στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια αλλά και της εποχής αμέσως μετά τον Εμφύλιο πόλεμο. Η πολιτεία με τις επεμβάσεις της πέτυχε να μην του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ στο οποίο ήταν ο επικρατέστερος υποψήφιος. Από την πλευρά της Εκκλησίας δέχθηκε σκληρές επιθέσεις κυρίως για την «Ασκητική», τον «Τελευταίο Πειρασμό», το «Χριστός Ξανασταυρώνεται» και τον «Καπετάν Μιχάλη». Απειλήθηκε με αφορισμό, οι πιστοί κλήθηκαν να μη διαβάζουν τα βιβλία του, ενώ με φτηνές δικαιολογίες δεν επέτρεψαν μετά το θάνατό του να τοποθετηθεί η σορός του σε ναό της Αθήνας για λαϊκό προσκύνημα. Σκληρή ήταν και η επίθεση από το Βατικανό. Το βιβλίο «Τελευταίος Πειρασμός» ενεγράφη στον «κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων» (INDEX). Εκείνη την εποχή Πάπας ήταν ο Πίος ΙΒ’. Κι έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να φτάσουμε στο 1968 και να δηλώσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ότι τα βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την πατριαρχική βιβλιοθήκη στο
Φανάρι.Για την επίθεση που δέχθηκε ο Καζαντζάκης από το πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο της μετεμφυλιακής εποχής, οι συγγραφείς Τάσος Βουρνάς και Κούλα Ξηραδάκη σημειώνουν στον τόμο τον αφιερωμένο στο μεγάλο Κρητικό συγγραφέα της σειράς «Οι μεγάλοι Έλληνες αμφισβητίες» (εκδόσεις «Κ. Μπούζας», Αθήνα):
«…Πρέπει εξαρχής να παρατηρήσουμε ότι η επίθεση που δέχτηκε για το έργο του και τις ιδέες του από τη Δεξιά και τους εκκλησιαστικούς κύκλους του κατεστημένου ήταν δυσανάλογη με τα πολιτικά ή κοινωνικά μηνύματα που θέρμανε στις σελίδες του. Στο χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων υπήρξαν συγγραφείς και στοχαστές με συγκεκριμένη επαναστατική δράση που δέχτηκαν λιγότερα ιδεολογικά πυρά και οι αντίπαλοί τους περιορίστηκαν στην απομόνωσή τους –όταν δεν τους υπέβαλαν στη δοκιμασία του προσωπικού διωγμού με τον αστυνομικό μηχανισμό.
Τι ήταν εκείνο που υπεκίνησε τη λυσσαλέα επίθεση του κατεστημένου κατά του Καζαντζάκη; Χωρίς άλλο η τεράστια διεθνής του αναγνώριση. Το γεγονός ότι σα συγγραφέας και στοχαζόμενος άνθρωπος ανήκε στην αντίπερα όχθη δεν του το συγχώρησαν. Και μην μπορώντας να του επισείσουν τον κόκκινο μανδύα του κομμουνισμού, βρήκαν βολική την πανάρχαια λύση του “άθεου”. Απελπιστικά καθυστερημένο σε μεθόδους, το παπαδαριό ανέσυρε τα σκουριασμένα όπλα, τα ίδια που μεταχειρίστηκε εκατό χρόνια πριν κατά του Εμ. Ροΐδη ή του Θεόφιλου Καΐρη. Και μ’ αυτά σημάδεψε τον Καζαντζάκη, μέσα σε μια τρομοκρατημένη μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα, διαγουμισμένη από τις σκοτεινές δυνάμεις ενός εφιαλτικού κλίματος…».
Η «Ασκητική», το «κατά Καζαντζάκην ευαγγέλιο», που γράφτηκε πριν από ογδόντα έξι και πλέον χρόνια, ήταν το πρώτο βιβλίο για το οποίο κινδύνεψε ο συγγραφέας να καθήσει στο εδώλιο «επί χλευασμώ της θρησκείας» το 1930. Η «άθεη παλιοφυλλάδα» δημοσιεύθηκε το 1927 στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δημήτρη Γληνού. Ο ανακριτής κάλεσε και τους δύο,
το συγγραφέα και τον παιδαγωγό-εκδότη,
σε απολογία για τη δημοσίευση του «ασεβέστατου» βιβλίου. Και οι δύο παραπέμφθηκαν σε δίκη στις 10 Ιουνίου 1930. Η δίκη τελικά δεν έγινε. Όμως επί τέσσερα χρόνια επικρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους μια βαριά καταδίκη.
Η Ιερά Σύνοδος ζητεί να απαγορευθούν τα βιβλία του συγγραφέα
Η μεγάλη κυκλοφορία των έργων του Καζαντζάκη άρχισε από το 1947-1948. Τα βιβλία. μεταφρασμένα σ’ όλες τις γλώσσες, κυκλοφορούν ευρύτατα στην Ευρώπη και την Αμερική προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις, από τα διθυραμβικά σχόλια μέχρι τους λιβέλλους. Από τους εκκλησιαστικούς οργανισμούς πρώτο τοποθετείται το Βατικανό. Το 1954, τo βιβλίο του «Τελευταίος Πειρασμός» περιλαμβάνεται στον ΙNDEX. Ο Καζαντζάκης απαντά στέλνοντας στην Αγία Έδρα ένα τηλεγράφημα με την περίφημη φράση του Τερτυλιαννού: «Στο δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Ακολουθεί η ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Αμερικής που καταδικάζει το περιεχόμενο του βιβλίου και κοινοποιεί το σχετικό έγγραφο στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αρχίζουν και τα δημοσιεύματα στον ελληνικό Τύπο. Στην «Εστία» (22.1.1954) δημοσιεύεται στη θέση του κύριου άρθρου το γράμμα ενός «Κρητικού» ( ήταν ο Σπύρος Μελάς) που διαμαρτύρεται «ως Κρητικός και ως Έλλην χριστιανός ορθόδοξος» γιατί «είχον την τόλμην οι υμνηταί του Καζαντζάκη να χαρακτηρίσουν τον «Καπετάν Μιχάλη» σαν έργο εθνικό και να προτείνουν να διδάσκεται εις τα σχολεία».
«Υπονομεύει την ηθικήν ζωήν»
Στα «ΝΕΑ» (12.5.1954) αναφέρεται πως με το θέμα θα ασχοληθεί και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος καθώς έχουν αρχίσει διαμαρτυρίες και από Έλληνες μητροπολίτες: «Μετά την ανακοίνωσιν της Αρχιεπισκοπής της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, διά της οποίας καταδικάζεται το περιεχόμενον του νέου βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη ο “Τελευταίος Πειρασμός”, το οποίον κατεδίκασεν ήδη η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απεφάσισε να ασχοληθή με το ζήτημα τούτο, εντός των ημερών, δε, θα εκδώση και σχετικήν ανακοίνωσιν. Εν τω μεταξύ εγνώσθη ότι και ο μητροπολίτης Χίου κ. Παντελεήμων δι’ εκθέσεώς του προς την Ιεράν Σύνοδον λέγει ότι και το παλαιότερον βιβλίον του κ. Καζαντζάκη ο “Καπετάν Μιχάλης” είναι “αντιχριστιανικόν” και αντεθνικόν και εξευτελίζει τα ιερά και τα όσια του έθνους, καθώς και τον αγώνα του κρητικού λαού».
Η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, με επιστολή της προς τον αρχιεπίσκοπο, παρεμβαίνει υπέρ του Καζαντζάκη. Από την άλλη πλευρά, τα θρησκευτικά σωματεία, όπως η «Ζωή», τον κατηγορούν πως «υπονομεύει την ηθικήν ζωήν, υποθάλπτει τα πλέον ταπεινά ένστικτα και θέλει να κάμη τους αναγνώστας του να ζουν ζωήν πολύ κατωτέραν και από αυτήν των ζώων».
«Σας δίνω την ευχή μου»
Στα μέσα Ιουνίου του 1954, η Ιερά Σύνοδος σε μια μακρά συνεδρίασή της συζητεί το θέμα. Μεγάλη ομάδα μητροπολιτών πιστεύει ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να παρέμβει. Τελικά, αποφασίζεται να μελετήσουν το θέμα ο μητροπολίτης Κασσανδρείας Καλλίνικος και οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής, Τρεμπέλας και Μπρατσιώτης, και να υποβάλουν σχετικές εκθέσεις. Στην έκθεσή του ο μητροπολίτης Κασσανδρείας αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης δεν μπορεί να κατηγορηθεί για έλλειψη πίστης αλλά προσθέτει ότι δεν είναι ορθό να κυκλοφορήσει ο «Τελευταίος Πειρασμός» γιατί οι αναγνώστες δεν θα μπορέσουν να συλλάβουν το συμβολικό χαρακτήρα του έργου και θα περιοριστούν σε επί μέρους «ανευλαβείς εκφράσεις».
Έτσι, ο Καζαντζάκης γλίτωσε τον αφορισμό. Η Εκκλησία περιορίστηκε να καταδικάσει τα βιβλία, να καλέσει τους πιστούς να μην τα διαβάσουν και να ζητήσει εμμέσως από την πολιτεία να τα απαγορεύσει. Κι ακόμη παρέπεμψε ουσιαστικά το θέμα στην Εκκλησία της Κρήτης που υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η απόφαση της Συνόδου προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. Το θέμα συζητήθηκε και στη Βουλή με τους βουλευτές των κομμάτων του Κέντρου (Μητσοτάκης, Ζορμπάς, Παπασπύρου κ.ά.) να ασκούν δριμύτατη κριτική. Όσο για τον ίδιο τον Καζαντζάκη, απάντησε με τη φράση του Τερτυλιαννού με την προσθήκη των φράσεων: «Με καταραστήκατε άγιοι πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ».
«…Ίνα αποφεύγωσι τα βιβλία ταύτα»
Η απόφαση της Ιεράς Συνόδου
«Η Ιερά Σύνοδος της Εκλησίας της Ελλάδος εξ αιτίας των τελευταίως εκδοθέντων βιβλίων του Έλληνος λογοτέχνου Νικολάου Καζαντζάκη ο “Καπετάν Μιχάλης” και ο “Τελευταίος Πειρασμός” και κατόπιν της εκ τούτων προκληθείσης αναταραχής εις τας συνειδήσεις των πιστών έγνω εν τη αρμοδιότητι αυτής όπως λάβη τα εν τη αυτή εξουσία πνευματικά μέτρα προς διαφώτισιν και προφύλαξιν του ευσεβούς ποιμνίου, προς ανάνηψιν δε και διόρθωσιν του συγραφέως. Επειδή αμφότερα τα βιβλία ταύτα αποτελούσι μυκτηρισμόν προς την δογματικήν και ηθικήν διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ιδία δε το δεύτερον διαστρέφει και κακοποιεί την θεόπνευστον ευαγγελικήν διήγησιν και θίγει κατά τρόπον ανερυθριάστως αφελή και ανίερον το Θεανδρικόν του Κυρίου πρόσωπον και δη και κατά τας ώρας του επί του σταυρού σωτηρίου πάθους.
Διά ταύτα η Ιερά Σύνοδος προς μεν τα ευσεβή της Εκκλησίας τέκνα απευθύνει την πατρικήν παραίνεσιν ίνα αποφεύγωσι τα βιβλία ταύτα, ως ου μόνον μη συντελούντα εις οικοδομήν, αλλά διά της σαγήνης της Τέχνης ανυπόπτως δηλητηριάζοντα τας ψυχάς.
Ως προς δε τον συγγραφέα Νικόλαον Καζαντζάκην η Ιερά Σύνοδος παραπέμπει την υπόθεσιν εις την υπό του Κανονικού Δικαίου καθοριζομένην διαδικασίαν ήτοι διαβιβάζει ταύτην εις την οικείαν εκκλησιαστικήν Αρχήν, ίνα αύτη καλέση τούτον εις ανασκευήν και αναίρεσιν των βλασφημιών, επιφυλάσσεται δε ίνα κατόπιν τούτου εκδώση και την περί τούτου του συγγραφέως ετυμηγορίαν της».
Ένας «ανεπιθύμητος» νεκρός στην Αθήνα
Από το 1948 ο Καζαντζάκης έπασχε από λευχαιμία και έκανε τη σχετική θεραπεία. Στις αρχές του 1957 προγραμμάτιζε ένα ταξίδι στην Κίνα και την Ιαπωνία. Οι γιατροί του προσπάθησαν να τον αποτρέψουν. Όμως αυτός επέμενε να ταξιδέψει. Πριν ξεκινήσει έκανε εμβόλιο δαμαλίτιδας που του δημιούργησε περιπλοκές. Νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο στη Στοκχόλμη και στη συνέχεια σε κλινική στο Φράιμπουργκ. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή στις 26 Οκτωβρίου 1957. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα με τρένο. Για τις περιπέτειες της σορού, γι’ αυτούς που τους ενοχλούσε ο Καζαντζάκης ακόμη και νεκρός μίλησε στον Τάσο Βουρνά και την Κούλα Ξηραδάκη ο εκδότης του, Γιάννης Γουδέλης, που είχε αναλάβει να μεριμνήσει τα της μεταφοράς, ταφής κ.λπ.:
«Είχε συμφωνηθεί με τον οδηγό της φερετράμαξας μόλις θα έφθανε στη Λειβαδιά, να τηλεγραφούσε.
Από το πρωί της Κυριακής κινητοποιηθήκαμε για να επιτραπεί η τοποθέτηση της σορού σε μια κεντρική εκκλησία. Η αίγλη του Καζαντζάκη, λέγαμε, θα είχε σκορπίσει τη μαυρίλα και την κιτρινίλα και ρίχτηκε η ιδέα να ζητήσουμε εναπόθεση του νεκρού για λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη ή στον Άγιο Λευτέρη, μια που η κηδεία του θα γινόταν δημοσία δαπάνη. Ο αρχιμανδρίτης Νικόδημος μας παρέπεμψε στον Αρχιεπίσκοπο και προσπαθήσαμε από το πρωί να επικοινωνήσουμε μαζί του. Ο συναρχηγός των Φιλελευθέρων Γ. Παπανδρέου, στενός φίλος και θαυμαστής του έργου του Καζαντζάκη, με τον ιδιαίτερό του, Ανδρέα Μοθωνιό, ενδιαφέρθηκαν ολόψυχα για το σκοπό αυτό, κι από την πρώτη στιγμή ο Παπανδρέου μάς υποσχέθηκε την αμέριστη συμπαράστασή του. Επίσης, ο κυβερνητικός επίτροπος Θ. Σπεράντζας, φίλος κι αυτός του Καζαντζάκη, κατέβαλε πολλές προσπάθειες να μεταπείσει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητο.
Άκαρπες οι προσπάθειες όλων μας.
«Να τον τοποθετήσετε
στο νεκροτομείο»
- Παραχωρείστε μια οποιαδήποτε εκκλησία, του είπαμε. Ο νεκρός, όπου να ’ναι, φθάνει στην Αθήνα… Σκεφθείτε, παρακαλούμε…
- Να τον τοποθετήσετε στο νεκροτομείο…
- Στο νεκροτομείο; Τον Καζαντζάκη;
- Πάρτε με σε δέκα λεπτά στο τηλέφωνο.
Επήραμε. Ξαναπήραμε. Του κάκου.
- Τοποθετήστε τον επιτέλους στους νεκρικούς θαλάμους του Α’ νεκροταφείου. Δεν μπορώ σε εκκλησία, παρ’ όλο εκτιμώ το έργο του Καζαντζάκη, διότι αύριο θα βγουν οι εφημερίδες να με κτυπήσουν…
- Μα οι εφημερίδες τώρα θα σας ψέξουν, Μακαριώτατε.
Ο Αρχιεπίσκοπος όμως ήταν δέσμιος των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων και των κίτρινων φύλλων.
Δεν σταματήσαμε τις προσπάθειες ίσαμε τις 9 το βράδυ, που έφθανε η φερετράμαξα και από κοντά οι στενοί φίλοι του Καζαντζάκη.
Τρεις-τέσσερες απλοί άνθρωποι σήκωσαν το φέρετρο, που τόσο σεβασμό του έδειξαν στην Κρήτη απ’ όπου πέρασε και το τοποθέτησαν σ’ ένα νεκρινό θάλαμο. Ο ιερέας του Α’ Νεκροταφείου είχε προφανώς ειδοποιηθεί να απουσιάσει. Και η απουσία συνεχίστηκε ως το μεσημέρι της άλλης ημέρας, όταν ο νεκρός μας μεταφερόταν με αεροπλάνο της Ολυμπιακής αεροπορίας στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Η κηδεία στο Ηράκλειο
Αλλά και στο Ηράκλειο ο επίσκοπος Ευγένιος Ψαλλιδάκις επεθύμησε την απουσία. Μόνο όταν έγινε γνωστό πως ήρθε ο υπουργός Παιδείας, ο αληθινά πνευματικά πολιτισμένος Γεροκωστόπουλος (όπως είχε χαρακτηριστεί από φρονούντες και αντιφρονούντες), τότε μόνο δέχτηκε να ιερουργήσει. Αλλά και πάλι μ’ όλα τα πριγκηπικά στέφανα, μ’ όλους τους λόγους και το πάνδημο κρητικό προσκύνημα, ο επίσκοπος Ευγένιος ούτε τη συγχωρετική ευχή έψαλε ούτε ακολούθησε ο ίδιος τη νεκρική πομπή.
Η Εκκλησία μαντάλωσε τις πόρτες της στη μεγαλύτερη λογοτεχνική δόξα των ημερών μας.
Το Πανεπιστήμιο και η Ακαδημία Αθηνών έλαμψαν με την απουσία τους κι αποκάλυψαν έτσι για μια ακόμη φορά πως έχει νεκρωθεί μέσα τους κάθε ελεύθερη σκέψη.
Είναι όμως γνωστό πια πως ο κρητικός λαός αποθέωσε το τέκνο του. Η Αθήνα στερήθηκε την τιμή. Προσωπική μας γνώμη ήταν να τοποθετηθεί ο Καζαντζάκης σε ένα φιλικό σπίτι. Προσφερθήκαμε μάλιστα να παραχωρήσουμε το δικό μας. Δυστυχώς επικράτησε η γνώμη να οδηγηθεί αμέσως ο νεκρός εκεί που προοριζόταν, στο Ηράκλειο.
Όταν το φέρετρο που το συνόδευαν χιλιάδες άνθρωποι έφθασε ψηλά στο Κάστρο και οι νεκροθάφτες ετοιμάζονταν να το κατεβάσουν στον τάφο, ο καπετάν Μανούσακας, ο Κρητίκαρος με τις μουστάκες και τη λεβέντικη κορμοστασιά άρπαξε την κάσα και μόνος του τοποθέτησε το νεκρό μέσα στο μνήμα.
- Τουτουσές τσ’ ανθρώπους δεν τσοι θάβουνε νεκροθάφτες.
Η σιωπή των ακαδημαϊκών
Όμως δεν ήταν μόνο η Εκκλησία και οι υπερσυντηρητικές εφημερίδες που φοβούνταν και νεκρό τον Καζαντζάκη. Το ίδιο συνέβαινε και με την πλειοψηφία των μελών της Ακαδημίας που πριν από λίγα χρόνια είχαν αρνηθεί να τον κάνουν μέλος της. Αυτοί οι μικροί, αυτόν τον μεγάλo.
Ο Παύλος Παλαιολόγος, αν και αντίπαλος του Καζαντζάκη, με άρθρο του στο «ΒΗΜΑ» (31/10/57) σχολίασε τη στάση της Ακαδημίας:
Κηδεύει η Ελλάδα τον συγγραφέα της. Με δημόσια δαπάνη τελείται η κηδεία. Ένας μόνος μένει ψυχρός θεατής της εκφοράς. Εκείνος που έπρεπε να φέρη το πένθος: η Ακαδημία. Χωρίς τη μεσίστιό του το πρώτο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Χωρίς τον τίτλο «της Ακαδημίας Αθηνών» ο νεκρός. Θα υπάρχουν ακαδημαϊκοί που κρύβουν το πρόσωπο από ντροπή στη σκέψη ότι «αθάνατοι» χωρίς επομένη αυτοί, ανήκουν σε Σώμα απ’ το οποίο απουσιάζει ο συγγραφέας, που κι αυτός βέβαια δεν θα μείνη στην αιωνιότητα, αλλά επί τέλους αφήνει ένα έργο που θα διατηρηθή επί δύο τρεις γενεές. Έξω από την Ακαδημία ο Καζαντζάκης, έξω ο Σικελιανός, οι δύο επιβλητικές μορφές των Γραμμάτων χωρίς το ακαδημαϊκό έμβλημα.
Πάνω από τους πιο μεγάλους ποιητές της Ευρώπης τοποθετείται ο Σικελιανός, ο μόνος από τους συγχρόνους Έλληνες συγγραφείς που η φήμη του απλώθηκε στην οικουμένη ο Καζαντζάκης. Έναν καιρό ήξεραν την Ελλάδα από τον Βενιζέλο. Τώρα έμαθαν τη λογοτεχνία μας από τον Καζαντζάκη. Από τους συγγραφείς της εποχής που διαβάστηκαν περισσότερο. Τον ξέρει η Αμερική, τον ξέρει η Ευρώπη. Πολλοί από τους ακαδημαϊκούς μας ούτε στον ελληνικό χώρο είναι καλά-καλά γνωστοί. Διεθνούς κλάσεως ο Καζαντζάκης. Μεταφρασμένος σ’ όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Ανάρπαστα τα βιβλία του και σ’ αυτή την Ελλάδα, που δεν διακρίνεται για την οικειότητά της με την ανάγνωση. Κριτικοί ολκής ασχολήθηκαν με το έργο του.
Γεγονός αποτελούσε κάθε νέα δημιουργία του. Δεκάδες οι τόμοι του. Από τους πιο πολύγραφους συγγραφείς του καιρού μας.
Του ανθρώπου αυτού τον θάνατο δεν τον θρηνεί, σαν Σώμα, η Ακαδημία. Δεν θα του εκφωνήση αντιπρόσωπός της τον επικήδειο…».
Αρχιεπισκοπικές δικαιολογίες
Και άλλες, οι περισσότερες εφημερίδες, αφιέρωσαν μακροσκελή άρθρα με βιογραφικά στοιχεία του, εξαίροντας την προσωπικότητα του Καζαντζάκη ενώ στιγμάτισαν τη στάση της Εκκλησίας και της Ακαδημίας. Χαρακτηριστικά, η «Αυγή» των ημερών εκείνων έγραφε:
«…Η σορός του Καζαντζάκη έφτασε το βράδυ της Κυριακής με νεκροφόρο αυτοκίνητο από το Φράιμπουργκ της Γερμανίας, από όπου εξεκίνησε την περασμένη Πέμπτη και εναποτέθηκε σ’ ένα μικρό νεκροθάλαμο του Α’ Νεκροταφείου, όπου και παρέμεινε μέχρι χθες το μεσημέρι. Προηγούμενα είχε φθάσει στην Αθήνα αεροπορικώς από την Αντίμπ της Γαλλίας η κ. Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη, την νύκτα του Σαββάτου.
Τον νεκρό συνόδευε από την Γερμανία η δικηγόρος κ. Αγνή Ρουσσοπούλου, προσωπική φίλη του Καζαντζάκη και εκπρόσωπος των συμφερόντων του στην Ελλάδα. Στην Ελευσίνα προϋπάντησαν τη σορό η χήρα Καζαντζάκη, ο κ. Αλ. Μινωτής, ο κ. Παντελής Πρεβελάκης, η οικογένεια Μαρίκας Παπαϊωάννου, η ανεψιά του μεταστάντος κ. Τέα Ανεμογιάννη και η κ. Ευελπίδη.
Σύμφωνα με πληροφορίες που έδωσε στον χθεσινό απογευματινό Τύπο ο εκδότης των έργων του Καζαντζάκη στην Ελλάδα κ. Γιάννης Γουδέλης, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών, κ. Θεόκλητος δεν έδωσε άδεια για να εναποτεθεί η σορός σε εκκλησία, έστω και στο μικρότερο εκκλησάκι και να εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα. Σε νεώτερο τηλεφωνικό διάβημα συγγενών του νεκρού με τη μεσολάβηση του κ. Παπανδρέου και του κυβερνητικού επιτρόπου στην Ιερά Σύνοδο κ. Θ. Σπεράντζα, ο αρχιεπίσκοπος κ. Θεόκλητος απάντησε ότι δεν είναι δυνατό να χορηγήσει τη σχετική άδεια γιατί φοβάται επεισόδια από μέλη παρεκκλησιαστικών οργανώσεων.
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών που ερωτήθηκε αν αληθεύουν τα παραπάνω από συντάκτη απογευματινής εφημερίδας, επέρριψε την ευθύνη στον ιερέα της εκκλησίας του Ελληνικού με τον οποίο, όπως είπε, δεν κατώρθωσε να επικοινωνήσει εγκαίρως.
“Χθες την 3ην απογευματινήν, είπε ο κ. Θεόκλητος, μου εζητήθη η έγκρισις δια την τοποθέτησιν του νεκρού του Ν. Καζαντζάκη εις εκκλησίαν του Ελληνικού. Απήντησα· Ευχαρίστως. Εζήτησα μάλιστα να επικοινωνήσω με τον ιερέα της εκκλησίας, εις την οποίαν θα εγίνετο η τοποθέτησις του νεκρού, διά να του δώσω τας σχετικάς οδηγίας. Ανέμενον τον ιερέα, αλλ’ ούτος δεν ενεφανίσθη μέχρι της 6ης απογευματινής, οπότε ειδοποιήθην τηλεφωνικώς ότι ο νεκρός μετεφέρετο δι’ αυτοκινήτου εις Αθήνας. Ερωτηθείς εκ νέου είπον εις τους ενδιαφερομένους ότι δύνανται να μεταφέρουν τον νεκρόν εις τον νεκρικόν θάλαμον του Α’ Νεκροταφείου”.
Σε ερώτηση αν η Εκκλησία είχε για οποιοδήποτε λόγο αντίρρηση να τοποθετηθεί ο νεκρός του Καζαντζάκη σε ναό, ο αρχιεπίσκοπος έδωσε –κατά την απογευματινή εφημερίδα– την ακόλουθη απάντηση:
“Ασφαλώς όχι. Ο Καζαντζάκης υπήρξε σοφός ανήρ. Εάν εις το παρελθόν παρεξηγήθη, τούτο είναι άσχετον και άγνωστον εις εμέ”.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών στις παραπάνω δηλώσεις του δεν απαντά στην ουσία των καταγγελθέντων, αν δηλαδή η αρχιεπισκοπή επικαλέσθηκε το ενδεχόμενο επεισοδίων για να αρνηθεί την παραχώρηση της αδείας».
Οι φαρισαίοι και ο «Αντίχριστος»
Νωπό ήταν ακόμη το χώμα στον τάφο του Καζαντζάκη, αλλά οι «γραμματείς και φαρισαίοι» των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων επέμεναν να τον υβρίζουν. Να τι έγραφε το περιοδικό «Σπίθα» που εξέδιδε ο τότε αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Mητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης: «Και όμως, τον υβριστήν, τον μυκτηριστήν, τον βλάσφημον τούτον (…) η Ελλάς (…) εκήδευσεν εν πομπή και παρατάξει (…)». «Κατά την κηδείαν παρέστησαν ο Υπουργός των Θρησκευμάτων και Παιδείας, ένας εκ των αρχηγών της αντιπολιτεύσεως, συναρχηγός μεγάλου και ιστορικού κόμματος της Πατρίδος, βουλευταί, πρόεδροι και δήμαρχοι, δημοσιογράφοι, καλλιτέχναι, καθηγηταί, ο Πρύτανις του εν Θες/κη Παν/μίου κ. Κακριδής, σπουδασταί της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, οι οποίοι εκράτουν εις τας χείρας των αντί Ευαγγελίων τα βιβλία του Κ., το δε θλιβερώτερον εξ όλων εις την κηδείαν παρέστη και ο Σεβασμ. Μητροπολίτης Κρήτης κ. Ευγένιος. Ούτος αν και προειδοποιήθη εξ Αθηνών περί της αλγεινής εντυπώσεως, την οποίαν θα εδημιούργει παρά τω ευσεβεί λαώ η διά εκκλησιαστικής ακολουθίας κήδευσις του δεινού υβριστού της αμωμήτου ημών πίστεως, δεν ηθέλησε δυστυχώς να μιμηθή το παράδειγμα του Μ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Θεοκλήτου, όστις ηρνήθη να τεθή εντός ναού της πρωτευούσης, έστω και ολίγας ώρας, ο νεκρός του Κ., αλλ’ υπεχώρησεν ίσως εις πίεσιν κοσμικών παραγόντων και παρέστη. Να ψάλλη ευχάς επικηδείους εις ποίον; Εις τον Αντίχριστον. Εύγε άγιε Κρήτης! Εξ αφορμής της παρουσίας του Σεβ. Μητροπολίτου Κρήτης εις την κηδείαν του αντιχρίστου, ηκούσαμεν πιστόν της Εκκλησίας τέκνον να λέγη: Πόσον επεθύμουν να ήμην Μητροπολίτης Κρήτης μίαν και μόνον ημέραν, την ημέραν της κηδείας του Κ. διά να κλείσω όλους τους ναούς της πόλεως, διά ν’ απαγορεύσω εις όλους του ιερείς να παρακολουθήσουν την κηδείαν, διά να είπω προς τους επιμένοντας: πηγαίνετέ τον, κύριοί μου, εις τζαμί, εις Χάβραν, εις στοάν Μασονικήν, πηγαίνετέ τον όπου, θέλετε, αλλ’ εις ναόν Ορθόδοξον δεν θα επιτρέψω…».
Η Εκκλησία της Κρήτης
Για την κηδεία του Νίκου Καζαντζακη στο Ηράκλειο ο μητροπολίτης Aρκαλοχωρίου και καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ανδρέας Νανάκης, ο οποίος συμπτωματικα γεννήθηκε τη χρονιά του θανάτου του Καζαντζάκη, σε παρέμβασή του σε επιστημονική ημερίδα, αφού δεν παρέλειψε να τονίσει τη μυωπική αντιμετώπιση από κύκλους της Εκκλησίας του μεγάλου μας συγγραφέα, σημείωσε ειδικά για την τελετή στην Κρήτη
«…Η σορός του Καζαντζάκη έφτασε στη γενέτειρά του το Ηράκλειο της Κρήτης, τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου. Τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά έως τις 11 το πρωί της επόμενης ημέρας. Ξεκίνησε η νεκρώσιμη ακολουθία προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Κρήτης, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Ευγενίου Ψαλιδάκη. Στην εξόδιο ακολουθία παρίστατο ο υπουργός Παιδείας Γεροκωστόπουλος, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Γ. Παπανδρέου, ο Κ. Μητσοτάκης, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι. Θ. Κακριδής.
Ο Κρήτης Ευγένιος ήτο φυσικό να προεξάρχει της εξοδίου ακολουθίας του Νίκου Καζαντζάκη. Ο ίδιος ως χαρακτήρας ήτο μετριοπαθής και συναινετικός, οι δε σχέσεις του με τον επικεφαλής των εκκλησιαστικών σωματείων Αρχιμανδρίτη Νικόλαο Ξένο, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων επί δικτατορίας, δεν ήταν οι καλύτερες. Υπάρχει μάλιστα και εκκλησιαστικό επιτίμιο από τον Ευγένιο προς τον τότε αρχιμανδρίτη Νικόλαο καταχωρημένο στον κώδικα της Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου