Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Η ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ !!!


Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στην Αθήνα , στις 18 Οκτωβρίου 1920 .

Ελληνίδα ηθοποιός και πολιτικός καταγόταν από σπουδαία οικογένεια πολιτικών. Μεγάλη ηθοποιός βραβευμένη με διεθνή βραβεία και παγκόσμιας ακτινοβολίας προσωπικότητα διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού όλων των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ (και όπως τόνισε και ο Ανδρέας Παπανδρέου "άντεξε" και στους 16 ανασχηματισμούς κυβέρνησης που έκανε), από το 1981-1989 και 1993-1994.
Πέθανε στις 6 Μαρτίου 1994 στην Νέα Υόρκη μετά από πολύχρονη μάχη ενάντια του καρκίνου .

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

ΕΑΜ:

Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Στο καθιερωμένο εορτολόγιο της Αριστεράς, επέτειοι σαν την 28η Οκτωβρίου και την 23η Φεβρουαρίου (ίδρυση της ΕΠΟΝ) ήταν σχεδόν πάντα συνώνυμα της ρουτίνας. Άνευρες, άμαζες εκδηλώσεις για να βγει η υποχρέωση – κι αυτό ήταν όλο. Περίεργο φαινόμενο, αλήθεια, αυτή η επίμονη -ψυχρότητα του κόσμου της Αριστεράς (και ιδίως της νεολαίας της) απέναντι στους γιορτασμούς της ΕΑΜικής εποποιίας, που ανέβασε το ΚΚΕ στο απόγειο της δόξας του, χαρίζοντας του τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Έφταιγαν μήπως οι αναπότρεπτοι συνειρμοί για την τραγική πορεία από το θρίαμβο στην ήττα, από το μαζικό ηρωισμό στα εγκληματικά λάθη, από την κυβέρνηση του βουνού στη Βάρκιζα; Αναμφίβολα ναι, αλλά όχι μόνο. Ήταν και οι ίδιες οι μετεμφυλιακές ηγεσίες της Αριστεράς, που συνέβαλαν, μισοσυνειδητά – μισοασυνείδητα, στην απονεύρωση της ΕΑΜικής ιστορικής μνήμης. Πιεζόμενες αρχικά από τις ύαινες της «εθνικοφροσύνης», που κατηγορούσαν την Αριστερά σαν ξενοκίνητη και στη συνέχεια από τις δικές τους φαντασιώσεις να γίνουν «εθνική δύναμη, με ρυθμιστικό ρόλο και κυβερνητικές ευθύνες», πάσχιζαν να κρύψουν ότι πιο επαναστατικό υπήρχε στην ΕΑΜική κληρονομιά. Οι γαλάζιες σημαίες εξαφάνισαν τις κόκκινες. Πικρή αλήθεια, αλλά αλήθεια. Μετά από 76 χρόνια αγώνων, το μόνο πράγμα που κατάφερε να «εθνικοποιήσει» το ΚΚΕ ήταν η ίδια η… ιστορία του!
Ότι δεν τολμούσε να πει η ελληνική Αριστερά, κυριευμένη από το σύνδρομο της «εθνικής νομιμοποίησης», το έλεγαν χωρίς κανένα ενδοιασμό φιλελεύθεροι διανοούμενοι μεγάλου διαμετρήματος, όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς στα «Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953» (εκδ. Εστία), από όπου και τα παρακάτω αποσπάσματα:
«14 Οκτωβρίου 1944.
[...] Η κραυγή που δέσποζε σε όλη αυτή την ανθρωποθάλασσα ήτανε: “Κάπα-Κάπα-Έψιλον” [...] Εδώ έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις αλόγιστες. Στον αέρα υπάρχει Ρώσικη Επανάσταση, μα και Γαλλική Επανάσταση και Κομμούνα του Παρισιού και απελευθερωτικός εθνικός πόλεμος και ποιος ξέρει τι άλλα θολά στοιχεία που δεν τα ξεχωρίζουμε ακόμα. Ο λαός βρήκε μια λέξη και την πιπιλίζει ολοένα: “Λαοκρατία”.
[...] Μα συνάμα ο λαός βρίσκει και το ΚΚ που το εγκολπώνεται και το αγαπά, όχι για την κοσμοθεωρία του, που δεν την καταλαβαίνει, ούτε για το πρόγραμμα του, που είναι σήμερα ελαστικό και αμφίβολο σαν τα προγράμματα των αστικών κομμάτων, μα γιατί το νιώθει το ΚΚ δικό τον, το βλέπει πάντα κοντά του, το ακούει να μιλά τη γλώσσα του, αισθάνεται μαζί τον βαθιά ψυχική συγγένεια. Του παραδίδεται λοιπόν μ’ εμπιστοσύνη τυφλή, έτσι που μας ξεσκεπάζεται ξαφνικά, σε τούτη την απότομη στροφή της ιστορίας, μια πρωτεύουσα κόκκινη».

«15 Οκτωβρίου 1944.

Σήμερα αποκρίθηκε η αστική τάξη [...]. Πρόκειται βέβαια για το κοινό του κέντρου της πόλης που είναι κατά πλειοψηφία αστικό [...]. Η σημερινή διαδήλωση είναι πολύ αισθητά πιο καλοντυμένη και ευπαρουσίαστη από τη χτεσινή και περιείχε αρκετές κομψές κυρίες. Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου. Αυτή είναι πια στο εξής η “ελληνική πραγματικότητα”».

Αυτό που δεν έβλεπαν (γιατί, βέβαια, δεν ήθελαν να δουν) οι μετεμφυλιακές ηγεσίες της Αριστεράς ήταν ότι η ΕΑΜική εποποιία αποτέλεσε μια διαδικασία κοινωνικής επανάστασης, όπου ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας αποτέλεσε το ιστορικό πλαίσιο, τη μορφή, αλλά όχι το περιεχόμενο αυτής της διαδικασίας.

Αποτέλεσμα αυτής της στενής οπτικής ήταν η μονόπλευρη υπερεκτίμηση του ρόλου και της σημασίας που είχε το αντάρτικο. Και, αντίστοιχα, η εξόφθαλμη υποτίμηση του μαζικού αγώνα στα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αττική. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αριστερά, όπως και το επίσημο κράτος, γιορτάζει σαν ημέρα της Εθνικής Αντίστασης την επέτειο της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοπόταμου κι όχι, για παράδειγμα, τη συγκλονιστική γενική απεργία της Αθήνας που οδήγησε στη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης. Κι όμως, όπως τονίζει ο ΓΤ του ΕΑΜ Θαν. Χατζής στο έργο του «Η νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε», αντίθετα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η αντικατοχική αντίσταση «ταυτίζεται με το αντάρτικο, τις ένοπλες συγκρούσεις, τα σαμποτάζ, τις ανατινάξεις, τις μυστικές οργανώσεις, στην Ελλάδα η αντίσταση πήρε μια πολύ πλατύτερη έκταση με δικές της ιδιομορφίες. Έγινε ένα πανεθνικό, παλλαϊκό κίνημα με πολύμορφες εκδηλώσεις ατομικών πρωτοβουλιών, μικρών ομάδων, μαζικών παλλαϊκών αγώνων, απεργιών και διαδηλώσεων άοπλων πολιτών, “ελεύθερων σκοπευτών”, αντάρτικων ομάδων, παρτιζάνικου και πολεμικής δράσης ενός πρωτοφανέρωτου εθελοντικού λαϊκού στρατού».

Εργατική σφραγίδα

Η αποφασιστικής σημασίας ιδιομορφία της ελληνικής αντίστασης ήταν η πρωταγωνιστική παρουσία της εργατικής τάξης σ’ αυτήν. Ασφαλώς δεν ήταν τυχαίο το ότι η πρώτη μαζική αντιστασιακή οργάνωση που δημιουργήθηκε (με πρωτοβουλία, εννοείται, του ΚΚΕ) ήταν το Εργατικό Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ), ήδη στις 16 Ιουλίου του 1941. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το ιδρυτικό του ΕΕΑΜ ήταν σαφέστερο ακόμα και από την απόφαση της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, που είχε συνέλθει δυο εβδομάδες πριν! Η τελευταία είχε αρκεστεί σε ασάφειες περί «εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης», σχετικά με τον πολιτικό προσανατολισμό του αντιστασιακού κινήματος.

Αντίθετα, το ΕΕΑΜ θέτει ως σαφή στόχο, πέρα από την οργάνωση της πάλης για τις άμεσες οικονομικές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης και την απελευθέρωση της χώρας από τον ξένο ζυγό, τα εξής:
«Να εργαστεί για τη συνένωση όλων των αριστερών δυνάμεων της χώρας (κομμουνιστών, σοσιαλιστών, αγροτικών, αριστερών δημοκρατικών) σ’ ένα συνασπισμό της Αριστεράς, που, ύστερα από το διώξιμο των κατακτητών, θα διεκδικήσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και τη διακυβέρνηση της χώρας, με βάση ένα κοινό πρόγραμμα». (Χατζής, τ. Α’, σελ. 128). Με άλλα λόγια, θέτει ευθύς εξαρχής το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα κάθε επανάστασης, το πρόβλημα της εξουσίας.

Δεκάδες ήταν οι κλαδικές και γενικές απεργίες, που πήραν πολλές φορές, μορφή ένοπλης σύγκρουσης, στη διάρκεια της κατοχής. Μόνο από την άνοιξη του 1943 μέχρι την απελευθέρωση υπολογίζεται ότι έγιναν πάνω από 100 κλαδικές και γενικές απεργίες, χώρια οι μικρότερες. Ορόσημα σ’ αυτή την πορεία της εργατικής πάλης ήταν:

* Η γενική απεργία των δημόσιων υπαλλήλων, που ξεκίνησε στις 12 Απριλίου του 1942 στην Αθήνα, για να επεκταθεί τις επόμενες μέρες σε όλες τις πόλεις. Η απεργία, παρότι κηρύχτηκε ιδιώνυμο αδίκημα που επέσυρε τη θανατική ποινή, κράτησε δέκα ημέρες και τέλειωσε με κατά κράτος υποχώρηση των Γερμανών και των Κουΐσλινγκ.
* Το παλιρροιακό απεργιακό κύμα του Σεπτέμβρη του 1942 στην Αθήνα και τον Πειραιά, που οργανώθηκε και καθοδηγήθηκε υποδειγματικά από το ΕΑΜ. Στη διάρκεια αυτού του απεργιακού κύματος έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνιση τους οι Λαϊκές Επιτροπές.
* Ο τιτάνιος αγώνας του λαού της Αθήνας, το Φλεβάρη – Μάρτη τον 1943, εναντίον της πολιτικής επιστράτευσης που είχε διατάξει ο Χίτλερ με ραδιοφωνικό του διάγγελμα, στις 21 Φλεβάρη. Γενική απεργία, μαζικές διαδηλώσεις, συγκρούσεις με καραμπινιέρους και αστυνομικούς, πυρπόληση του υπουργείου Εργασίας, όπου κάηκαν οι κατάλογοι της επιστράτευσης από τους διαδηλωτές, ένοπλες συγκρούσεις με τις δυνάμεις των κατακτητών – κοντολογίς μια γενική πολυαίμακτη εξέγερση, που έληξε σας 5 Μαρτίου με ταπεινωτική και κατά κράτος υποχώρηση των Γερμανών. Μια νίκη του αντιστασιακού κινήματος, που δεν είχε αντίστοιχο σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη.
* Πρέπει επίσης να σημειωθεί ο πολύ σοβαρός ρόλος που έπαιξε το φοιτητικό κίνημα σαν πυροκροτητής, πολλές φορές, της λαϊκής πάλης και σαν βασικός κοινωνικός σύμμαχος της εργατικής τάξης. Ενδεικτικά αναφέρουμε την πανσπουδαστική απεργία που κηρύχτηκε σε Αθήνα -Πειραιά στις 17 Νοεμβρίου (σημαδιακή ημερομηνία από τότε!) του 1941 και τέλειωσε με αποδοχή όλων των αιτημάτων από τις αρχές.

Αλλά και στον αντάρτικο αγώνα η εργατική τάξη είχε μεγάλο ειδικό βάρος. Βέβαια, για προφανείς λόγους, το αγροτικό στοιχείο υπερτερούσε αριθμητικά στον ΕΛΑΣ. Ωστόσο, η σπονδυλική στήλη τον ΕΛΑΣ, δηλαδή οι αξιωματικοί τον, αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από εργάτες – υπάλληλους και φοιτητές. Όπως προκύπτει από ορισμένες ενδείξεις που αναφέρονται σε βιβλία για τον ΕΛΑΣ (Μητσόπουλος, «Το 30ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ», Αρσενίου, «Η Θεσσαλία στην Αντίσταση» κ.λ.π.), η κοινωνική σύνθεση των σχολών έφεδρων αξιωματικών του ΕΛΑΣ ήταν περίπου η εξής: Εργάτες 30%, φοιτητές 20-25%, υπάλληλοι 10-12%, αγρότες 13-18% κ.ά.

Δυαδική εξουσία

Ας δώσουμε και πάλι το λόγο στον Γ. Θεοτοκά, ο οποίος, μέσω του ήρωα του Θρασύβουλου, αντάρτη του ΕΔΕΣ, ομολογεί τα εξής:
«Μου έκανε εντύπωση και το βαθύτερο ποιόν αυτού του πρωτόγονου επαναστατικού στρατού. Είχαν καλύτερη οργάνωση από μας, μολονότι εμείς είχαμε πολλά μορφωμένα στελέχη κι αυτοί ελάχιστα [.,,]. Είχαν φτιάξει ένα πυρήνα νέου κράτους που ήταν λαϊκό, πολεμικό και επαναστατικό μαζί ολότελα πρωτόγονο, όμως λειτουργούσε κιόλας μ’ ένα τρόπο που σου έδινε -την εντύπωση ότι ο λαός ο ίδιος, χειραφετημένος για πρώτη φορά, κυβερνούσε και δίκαζε τον εαυτό του». («Ασθενείς και Οδοιπόροι»).
Και πάλι, ένας φιλελεύθερος αστός είναι πολύ περισσότερο διορατικός από τους κομμουνιστές, που θέλουν να εθελοτυφλούν. Η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση του ΕΑΜ δεν έχει καμιά σχέση ακόμα και με την πιο εκδημοκρατισμένη Τοπική Αυτοδιοίκηση που θα μπορούσε να υπάρξει σε καπιταλιστικές συνθήκες, όπως και οι Λαϊκές Επιτροπές για το συσσίτιο, την παιδεία, τον πολιτισμό κ.λ.π. δεν είχαν καμιά σχέση ακόμα και με το πιο προχωρημένο «κράτος πρόνοιας».

Δημιουργημένες από την αυθόρμητη, αρχικά, λαϊκή πρωτοβουλία, χωρίς να προβλέπονται από καμιά θεωρητική ανάλυση και κανένα πολιτικό πρόγραμμα, εξελίχθηκαν, κάτω από τη δυναμική των ίδιων των γεγονότων, σε έμβρυα λαϊκής δημοκρατίας. Ήταν, ας το πούμε έτσι, η πρωτότυπη ιστορική μορφή λαϊκής εξουσίας που δημιούργησε το ελληνικό επαναστατικό κίνημα, το ιστορικό αντίστοιχο της γαλλικής Κομμούνας, των ρώσικων Σοβιέτ και των ιταλικών εργατικών Συμβουλίων. Η ίδια η γέννηση τους και η δράση τους «φώναζε» ότι στην Ελλάδα της κατοχής και της απελευθέρωσης είχε δημιουργηθεί μια ιδιόμορφη δυαδική εξουσία, που θα έφερνε γρήγορα στην ημερήσια διάταξη το ερώτημα «ποιος – ποιον»;

Αυτή η λαϊκή εξουσία, που διαμορφώνεται «από τα κάτω προς τα πάνω», συγκροτείται με το σχηματισμό της Προσωρινής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), δηλαδή της κυβέρνησης του βουνού, το Μάρτη του 1944. Τον επόμενο μήνα οργανώνονται από την ΠΕΕΑ σε ολόκληρη την Ελλάδα, ελεύθερη και κατεχόμενη, γενικές εκλογές για την ανάδειξη Εθνικού Συμβουλίου.
Είναι η πρώτη φορά που ψηφίζουν στην Ελλάδα οι γυναίκες και οι νέοι από 18 χρονών και πάνω. Η συντριπτική κυριαρχία του ΕΑΜ στον ελληνικό λαό αποτυπώνεται στις εκλογές αυτές; Στην Αθήνα ψηφίζουν 312.000, στον Πειραιά 75.000 και σε όλη την Ελλάδα 1.500.000 -1.800.000 (ανάλογα με την ιστορική πηγή) πολίτες. Στις γενικές εκλογές του 1936 είχαν ψηφίσει αντίστοιχα 120,000, 50.000 και 1.278.000!!!

Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς, παρά τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας και τις ολέθριες ταλαντεύσεις της ηγεσίας του ΕΑΜικού μπλοκ, οι Επιτροπές Λαϊκής Αυτοδιοίκησης, που εκλέγονται σε πάνδημες λαϊκές συνελεύσεις, αναλαμβάνουν πλήρως την εξουσία και θέτουν υπό τις διαταγές τους την Εθνική Πολιτοφυλακή. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, δημεύουν περιουσίες μαυραγοριτών και δοσίλογων, προχωρούν σε κατασχέσεις εργοστασίων και αναθέτουν τη λειτουργία τους σε εργατικές επιτροπές. Ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων καθιερώνεται παντού.

Δυο γραμμές στο ΚΚΕ

Πως ένα τέτοιο μεγαλειώδες λαϊκό κίνημα είχε μια τόσο άδοξη κατάληξη; Σ’ αυτό το βασανιστικό ερώτημα που ζεματάει ακόμα, οι ηγεσίες της Αριστεράς δεν τόλμησαν ποτέ να δώσουν ουσιαστικές απαντήσεις. Ακόμα κι όταν το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ αποφάσιζε να γραφτεί και να συζητηθεί στις οργανώσεις η ιστορία του κόμματος, το «Σχέδιο Σύντομης Ιστορίας του ΚΚΕ» που δημοσίευσε, το 1988, η Κεντρική Επιτροπή ήταν μια καταγέλαστη συνοπτική εξιστόρηση γεγονότων, που απέφευγε επιμελώς και την παραμικρή ουσιαστική εκτίμηση.

Μεμονωμένοι αγωνιστές έδωσαν διάφορες ερμηνείες, ανάλογα με το ιδεολογικοπολιτικό τους στίγμα. Ορισμένοι έριξαν το ανάθεμα στη Σοβιετική Ένωση και στη συμφωνία της Γιάλτας. Αλλά όσο κι αν η πολιτική της σταλινικής ηγεσίας και ιδίως η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς δυσκόλεψαν το ελληνικό επαναστατικό κίνημα, το να αποδίδει κανείς σε εξωτερικούς παράγοντες την ήττα είναι εκτός από αντι-μαρξιστικό και επιζήμιο, αφού καλλιεργεί τη μοιρολατρία στους αριστερούς. Άλλοι, πάλι, υπερέβαλαν τον αρνητικό ρόλο κάποιων ηγετικών προσωπικοτήτων του ΚΚΕ, ενδίδοντας στη μεταφυσική ή την πρακτορολογία. Κατά τη γνώμη μας, πιο κοντά στην αλήθεια είναι εκείνοι που θεωρούν την τραγική κατάληξη της ΕΑΜικής επανάστασης αποτέλεσμα της συνολικής ιδεολογικής και πολιτικής ανωριμότητας του έλληνα του εργατικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένης και της κομμουνιστικής εμπροσθοφυλακής του.

Σημειώσαμε παραπάνω ότι η εργατική τάξη αναδείχθηκε σε σπονδυλική στήλη του αντιστασιακού κινήματος – με τον όγκο της, με τις θυσίες της, με το κόμμα της. Όμως, άλλο πράγμα είναι η οργανωτική υπεροχή μιας τάξης μέσα σ’ ένα κίνημα κι άλλο πράγμα είναι η ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία. Η τελευταία προϋποθέτει πολιτικές οργανώσεις της τάξης με σαφή πολιτικό πρόγραμμα και θέληση να το υλοποιήσουν. Κι αυτό δεν υπάρχει.

Ο Λίβανος, η Καζέρτα, η Βάρκιζα δεν ήταν κάποια αναπάντεχα, μεμονωμένα λάθη. Ήταν καρποί μιας ολόκληρης ιδεολογικοπολιτικής συγκρότησης, που αποτυπώνεται στο πρόγραμμα της «Λαϊκής Δημοκρατίας». Ένα πρόγραμμα που διατυπώνεται σε χοντρές γραμμές τον Ιούνιο του 1943 από το ΚΚΕ και πιο αναλυτικά στο 7ο Συνέδριο του, το 1945. Όπως αναφέρουν οι Γ. Μακρης και, Χ. Βερναρδάκης
(«Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα»), το πρόγραμμα αυτό αποτελεί μια αντιφατική συμπύκνωση:
«Και οι δύο αυτές τάσεις, τόσο αυτή της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, όσο και ο οικονομισμός – σταλινισμός ενυπάρχουν στο πρόγραμμα ως αντιφατικές εκφράσεις του». Και ο Θ. Χατζής τονίζει: «Είναι μια μορφή εξουσίας που δεν είναι αστική δημοκρατία, ούτε όμως και εξουσία της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού. Υποσχόταν, βέβαια, να προχωρήσει και σε εθνικοποιήσεις αργότερα, αλλά τόνιζε ότι θα ενίσχυε κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία, για να δημιουργηθεί εθνική βιομηχανία και να γίνει η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας».

Κατά τη γνώμη μας. πίσω από την πολιτική ατολμία βρίσκεται και η στρατηγική πλάνη των «δύο ξεχωριστών επαναστάσεων, μιας αστικοδημοκρατικής πρώτα και μιας σοσιαλιστικής στη συνέχεια», μια βαριά κληρονομιά του ΚΚΕ και της Κομιντέρν από τη δεκαετία του’30.

Και το πιο μεγαλειώδες κίνημα οδηγείται σε ήττα, χωρίς όχι απλά εργατικό κόμμα, αλλά χωρίς εργατικό κόμμα με εργατική πολιτική. Αρνητική αλλά καταλυτική απόδειξη αυτής της αλήθειας ήταν και η τύχη της εκστρατείας «εργατικής καθαρότητας» που κήρυξε ο Ζαχαριάδης στο 7ο Συνέδριο του 1945: Για να αποκατασταθεί η αλλοιωμένη ταξική σύνθεση του κόμματος οι αγρότες – μέλη που περνάνε δια της βίας στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (έτσι βρέθηκε και μαζικός σύμμαχος!).
Αυτή η γραφειοκρατική «ταξική οργανωτική πολιτική», μαζί με τις αντίστοιχες εργατίστικες εκφράσεις της στο πολιτικό πεδίο δεν εμπόδισε την τελική ήττα.
Φυσικά, όλα αυτά είναι ζητήματα ανοιχτά για τους μαρξιστές ιστορικούς του μέλλοντος. Το σίγουρο είναι ότι η Αριστερά και έχει ανάγκη και δικαιούται να κατακτήσει την ιστορία της μεγαλύτερης και τραγικότερης εποποιίας της. Όχι μόνο γιατί το παρελθόν ζει πάντα μέσα στο παρόν. Αλλά και γιατί, επιτέλους, αν η Εθνική Αντίσταση αναγνωρίστηκε από το επίσημο κράτος, η ΕΑΜική επανάσταση δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ούτε από τους ίδιους τους πρωτεργάτες της!